ανόστρακα

ανόστρακα
(anostraca). Τάξη βραγχιοπόδων καρκινοειδών, που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη κεφαλοθώρακα. Έχουν μακρύ σώμα με 11-19 ζεύγη εξαρτήματα, έμμισχα μάτια και κεραίες που μεταβάλλονται σε όργανα σύλληψης. Τα ζώα αυτά τρέφονται με πλαγκτόν, που μαζεύουν από την επιφάνεια της θάλασσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνόστρακα — ἀνόστρακος with no shell neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ανόστρακος — ἀνόστρακος, ον (Α) ο χωρίς κέλυφος, τσόφλι («άνόστρακα ᾠά») …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • φυλλόποδα — (phyllopoda). Υφομοταξία μικρών υδρόβιων καρκινοειδών, πολύ αρχέγονης μορφής, που σε μερικά χαρακτηριστικά τους θυμίζουν τους αρχαιότατους τριλοβίτες. Τα φ., που λέγονται και βραγχιόποδα, είναι προικισμένα με θωρακικές αποφύσεις σε σχήμα φύλλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”