ἀνόστρακα — ἀνόστρακος with no shell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ανόστρακος — ἀνόστρακος, ον (Α) ο χωρίς κέλυφος, τσόφλι («άνόστρακα ᾠά») … Dictionary of Greek
καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… … Dictionary of Greek
φυλλόποδα — (phyllopoda). Υφομοταξία μικρών υδρόβιων καρκινοειδών, πολύ αρχέγονης μορφής, που σε μερικά χαρακτηριστικά τους θυμίζουν τους αρχαιότατους τριλοβίτες. Τα φ., που λέγονται και βραγχιόποδα, είναι προικισμένα με θωρακικές αποφύσεις σε σχήμα φύλλου… … Dictionary of Greek